Ποικίλες είναι οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το βιβλίο του γνωστού δραπέτη Βασίλη Παλαιοκώστα. Μέσα σ’ αυτό εξιστορεί -μεταξύ άλλων- πως φεύγει με το ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό και τις δύο φορές, όμως αναφέρεται και σε μια άλλη περιπέτεια που έζησε (φτάνοντας με τo ποδήλατό του από την Ευρώπη έως και την Κίνα για να περιπλανηθεί με έναν φίλο του στην αγροτική ενδοχώρα της. Σε κάποιο σημείο ωστόσο στέκεται και σε μερικά περίεργα περιστατικά. Ένα από αυτά εξελίσσεται σε μεγάλο εμπορικό κέντρο της Λάρισας.
«Εκείνο το απόγευμα ο δρόμος μου περνούσε έξω από ένα καινούριο πολυκατάστημα της Λάρισας. Από περιέργεια για τo νέο ανθρώπινο δημιούργημα, είπα να κάνω μια στάση για έναν καφέ. Οδήγησα τo «Φίατ Πούντο» στο ελεγχόμενο ανοιχτό πάρκινγκ του Πολυκαταστήματος, το κλείδωσα και μπήκα στην κλιματιζόμενη αχανή αίθουσα. Αααα! Πόσο ταιριαστό ζευγάρι ο Καπιταλισμός και η απάτη! Υπέρλαμπρο! Εκθαμβωτικό!
Πήρα έναν καφέ στο χέρι και βάλθηκα να εξερευνήσω κάθε γωνιά ίου υπερκαταστήματος! Ήταν οχτώ το βράδυ και το πολυκατάστημα έκλεινε στις εννιά. Με κυρίευσε το άγχος αν θα προλάβω να τα δω όλα!
Στις εννιά παρά, βρισκόμουν έξω απ’ τo «Πούντο» με μια βαλίτσα στο χέρι γεμάτη με διάφορα άχρηστα λαμπερά ψώνια. Το μόνο που πραγματικά χρειαζόμουν ήταν η βαλίτσα. Τα υπόλοιπα ήταν χατίρι στο μάτι. Άφησα κάτω τη βαλίτσα κι έψαξα τις τσέπες μου για τα κληδειά του «Πούντο». Δεν τα βρήκα. Έψαξα το τσαντάκι που έκρυβα το όπλο, τίποτα. Έψαξα τα πράγματα στο εσωτερικό της βαλίτσας, τίποτα. Την παν… του. Αυτό μας έλειπε τώρα. Ξαναμπήκα στο φανταχτερό μπουρδέλο και έκανα μια περαντζάδα από όλα τα μαγαζιά τα οποία επισκέφτηκα πρωτύτερα, μήπως κάπου τα ακούμπησα και κάποιος τα βρήκε. Τζίφος. Ζήτησα τη βοήθεια των ανθρώπων του περιπτέρου πληροφοριών. Εκείνοι κάλεσαν σια μεγάφωνα όποιον βρήκε κλειδιά αυτοκίνητου να τα παραδώσει στις πληροφορίες. Κατόπιν, κάλεσαν στον φορητό πομπό τον υπεύθυνο ασφαλείας του πολυκαταστήματος. Σε λίγο, κατέφθασε ένας τύπος γύρω στα πενήντα φορώντας την στολή γνωστής εταιρίας σεκιούριτι! Του είπα το πρόβλημά μου και τον ρώτησα αν το αυτοκίνητο μπορούσε και ήταν ασφαλές να μείνει εντός του πάρκινγκ του πολυκαταστήματος για όλο το βράδυ και για όσο χρειαστεί.
- Βεβαίως και μπορεί, το πάρκινγκ διαθέτει κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και εποπτεύεται όλο το εικοσιτετράωρο από άντρες της εταιρίας μας. Δεν έχετε να ανησυχήσετε για τίποτα. Το αυτοκίνητό σας θα είναι απολύτως ασφαλές, μου απάντησε με προσβεβλημένο ύφος σαν να αμφισβήτησα την τιμή της οικογένειάς του.
- Μπορείτε σας παρακαλώ πολύ να κρατήσετε και αυτή την βαλίτσα σε κάποιο ασφαλές μέρος μέχρι να δω τι θα κάνω με το αυτοκίνητο;
- Φυσικά… Ειδικότητά μας η ασφάλεια.
Την πήρε και χωρίς κουβέντα έφυγε για τα ενδότερα. Έφυγα και εγώ. Έξω από το κατάστημα επιβιβάστηκα σε ένα ταξί κι έφτασα στο κέντρο της πόλης. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με κάποιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν στο ξαφνικό πρόβλημά μου, μα δεν απαντούσε κανείς στα τηλέφωνα. Το αυτοκίνητο είχε συναγερμό και ιμομπιλάιζερ. Στο εσωτερικό του, πέρα από τον ατομικό οπλισμό, είχα πολλά πράγματα που δεν έπρεπε να χαθούν. Ήταν αδύνατον να το διαρρήξω μόνος μου για να τα πάρω δίχως να έχω αυτοκίνητο διαφυγής. Αυτός ήταν κι ο λόγος που έβαλα τον υπεύθυνο ασφαλείας να μου το προσέχει! Αλλά ήταν παρακινδυνευμένο να παραμείνει για πολύ στο πάρκινγκ του πολυκαταστήματος, οι πινακίδες του ήτα κλεμμένες. Σε μια τυχαία ταυτοποίηση, θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα.
Με αυτά τα δεδομένα έπρεπε να δράσω μόνος. Έφτασα με ταξί στην πόλη των Τρικάλων και στο πρώτο περίπτερο που συνάντησα στάθηκα τυχερός. Ένας τύπος άφησε το «Γκολφ» αναμμένο και πήγε να αγοράσει τσιγάρα. Το πήρα κι έφυγα. Όμως η τύχη μου δεν ήταν τόσο γενναιόδωρη όσο ως στιγμήν πίστεψα… Απ’ τα πρώτα χιλιόμετρα κατάλαβα ότι «Γκολφ» είχε πρόβλημα με τα ηλεκτρολογικά του. Κουτσά στραβά, το πρωί το πάρκαρα έξω από το πάρκινγκ του πολυκαταστήματος. Για κάποιον λόγο, που δυσκολεύομαι να θυμηθώ, έπρεπε να πάρω την βαλίτσα που είχα αφήσει στον υπεύθυνο ασφαλείας το προηγούμενο βράδυ. Έτσι μπήκα μέσα και από τον πρώτο σεκιουριτά που βρήκα, ζήτησα να επικοινωνήσει με τον υπεύθυνο ασφαλείας για να την πάρω. Ο υπεύθυνος δεν είχε έρθει ακόμη, γι αυτό μου την έφερε μια κοπέλα. Στο χερούλι της βαλίτσας είχε κολλημένο ένα χαρτί που έγραφε: «Αυτή η βαλίτσα ανήκει σε έναν άντρα με κροτάφους, γύρω στα 35 απ’ τη Θεσσαλονίκη που έχασε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και θα διανυχτερεύσει σε κάποιο ξενοδοχείο της πόλης. Μέσα στη σύγχυσή του αμέλησε να αφήσει το τηλέφωνό του!».
Αυτό θα πει συνέπεια κι εξυπηρέτηση. Την πήρα, την έβαλα στο «Γκολφ» και με ένα ταφ στα χέρια κατευθύνθηκα στο παρκαρισμένο «Πούντο». Με λίγη προσπάθεια άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και υπό τον διαπεραστικό ήχο του συναγερμού σήκωσα ό,τι πολυτιμότερο έπρεπε να διασωθεί. Έξω από την Ελασσόνα με άφησα από ηλεκτρολογικά το «Γκολφ». Ευτυχώς, απάντησε στο τηλέφωνο ο Στέλιος. Μετά από μισή ώρα ήρθε και με μάζεψε.
Τις επόμενες μέρες, σκεφτόμουν τον υπεύθυνο ασφαλείας όταν η αστυνομία διαπίστωνε ποιανού το κλεμμένο αυτοκίνητο φύλαγε όλη νύχτα.
Σίγουρα δε θα ‘θελα να βρίσκομαι στη θέση του».
- Απόσπασμα από το βιβλίο «Μια φυσιολογική ζωή» από τις «Εκδόσεις των συναδέλφων».
Πηγή: Εφημερίδα Ελευθερία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου