Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδος, απευθύνθηκε με Υπόμνημά του προς τα αρμόδια Υπουργεία, αναφερόμενος στην αναγκαιότητα αναθεώρησης του τρόπου υπολογισμού των ανταποδοτικών τελών των επιχειρήσεων από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Συγκεκριμένα η επιστολή εστάλη στους κ.κ. Π. Θεοδωρικάκο, Υπουργό Εσωτερικών, Χρ. Σταϊκούρα, Υπουργό Οικονομικών, και στον Αδ. Γεωργιάδη, Υπουργό Ανάπτυξης & Επενδύσεων.
Ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι:
Αναμφισβήτητα αναγνωρίζεται ως πολύ σημαντική η νομοθετική πρωτοβουλία που ελήφθη με το άρθρο 37 παρ. 9 της από 20/3/2020 ΠΝΠ, σύμφωνα με την οποία, οι επιχειρήσεις που διέκοψαν τη λειτουργία τους, λόγω των ληφθέντων μέτρων, για την αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, θα μπορούσαν να τύχουν της απαλλαγής από το ενιαίο ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού, μετά από απόφαση των κατά τόπους Δημοτικών Συμβουλίων.
Ωστόσο, το ύψος των δημοτικών τελών είναι ένα διαχρονικό θέμα και συγχρόνως πολύ σοβαρό πρόβλημα, δεδομένου ότι οι Δήμοι, στην πλειοψηφία τους, χρεώνουν και εισπράττουν από τις εγκατεστημένες, στα διοικητικά τους όρια, επιχειρήσεις, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, δημοτικά τέλη που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών καθαριότητας, συλλογής απορριμμάτων και δημοτικού κοινόχρηστου φωτισμού, το ύψος των οποίων, από τις αναλύσεις των χρεώσεων, διαπιστώνεται ότι είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις επιβεβαιώνουν ότι δεν απολαμβάνουν αντίστοιχου περιεχομένου και επιπέδου ανταποδοτικές υπηρεσίες, σε σχέση με το υψηλότατο κόστος που καταβάλλουν υπέρ των Δήμων.
Είναι προφανές ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα δημοτικά τέλη, το ύψος των οποίων καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων των Δήμων, επιβάλλονται με τη λογική της αντιμετώπισης των δαπανών των Δήμων για την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από πάγιες παρεχόμενες, ανταποδοτικού χαρακτήρα, δημοτικές υπηρεσίες, τόσο προς τους πολίτες όσο και προς τις επιχειρήσεις.
Επί της ουσίας, τα δημοτικά τέλη προκειμένου να είναι ανταποδοτικά, θα πρέπει να αποτελούν αντάλλαγμα μιας ειδικής παροχής που χορηγείται αποκλειστικά στους βαρυνόμενους με αυτά, και το ύψος τους να είναι ανάλογο προς το επίπεδο της παρεχόμενης αντιπαροχής.
Κατά συνέπεια, κατά τη συζήτηση των αντίστοιχων θεμάτων και ειδικότερα κατά τη λήψη των ομόλογων κανονιστικών αποφάσεων, με τις οποίες προσδιορίζονται και επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη, προϋπόθεση αποτελεί η θέσπιση κανόνων και κριτηρίων για τον προσδιορισμό των συντελεστών υπολογισμού των ανταποδοτικών τελών, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενική, δίκαιη και ανάλογη της παρεχόμενης υπηρεσίας και της ωφέλειας που αυτή παρέχει, προς κάθε κατηγορία υπόχρεων.
Επομένως, η ενσωμάτωση της θεμελιώδους αρχής της ανταποδοτικότητας, θα πρέπει να διέπει τις κανονιστικές πράξεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η αύξηση των τελών θα είναι ανάλογη με την αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Εντούτοις, οι επιχειρήσεις, στην πράξη, διαπιστώνουν ότι οι παρεχόμενες προς αυτές υπηρεσίες, δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε σχέση με το ύψος των χρεώσεων των δημοτικών τελών. Εκφράζουν μάλιστα την εκτίμηση ότι οι επιβαρύνσεις τους από τα δημοτικά τέλη είναι υψηλότατες, δυσανάλογες των παρεχόμενων υπηρεσιών και ως εκ τούτου μη ανταποδοτικές.
Ο Σύνδεσμος στη επιστολή του τονίζει ότι, α) δεν υπάρχει πλαφόν στον προσδιορισμό του ύψους των δημοτικών τελών, β) οι επιχειρήσεις δεν έχουν αστικά απορρίμματα στο βαθμό και στον όγκο που έχουν τα υπόλοιπα νοικοκυριά και γ) ότι σε πολλές περιπτώσεις οι χρεώσεις είναι ανεξέλεγκτα υψηλές και σίγουρα υψηλότερες από αυτές των υπολοίπων νοικοκυριών.
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι, οι εγκατεστημένες στα διοικητικά όρια του εκάστοτε Δήμου, επιχειρήσεις, συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και πρόοδο της περιοχής.
Προσπαθούν, υπό καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής πίεσης, να διαφυλάξουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να ανταποκριθούν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στις υποχρεώσεις τους, με περιορισμένους πόρους, τους οποίους καλούνται να διαχειριστούν, προκειμένου, αρχικά, να διατηρήσουν ένα ασφαλές επίπεδο λειτουργίας και να σχεδιάσουν, σε ένα δεύτερο στάδιο, αναπτυξιακές δράσεις, απαραίτητες για την εξασφάλιση της συνέχειας τους.
Οι όποιες περαιτέρω οικονομικές επιβαρύνσεις και μάλιστα μη ανταποδοτικές, διαταράσσουν τον οικονομικό προγραμματισμό τους, ασκούν πρόσθετες πιέσεις και θέτουν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξή τους.
Κλείνοντας την επιστολή του ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι, οι επιχειρήσεις εκτιμούν πως είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Απαιτείται όμως συγχρόνως και η εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής ενός νέου τρόπου προσδιορισμού του ύψους των δημοτικών τελών, που θα διασφαλίζει τη διαμόρφωση αυτών, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα κριθεί ότι είναι εύλογο, δίκαιο και σύμφωνο με τις αρχές της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των δημοτών και θα λειτουργεί προς όφελος της υποστήριξης της βιωσιμότητας των Δήμων.
Συγκεκριμένα η επιστολή εστάλη στους κ.κ. Π. Θεοδωρικάκο, Υπουργό Εσωτερικών, Χρ. Σταϊκούρα, Υπουργό Οικονομικών, και στον Αδ. Γεωργιάδη, Υπουργό Ανάπτυξης & Επενδύσεων.
Ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι:
Αναμφισβήτητα αναγνωρίζεται ως πολύ σημαντική η νομοθετική πρωτοβουλία που ελήφθη με το άρθρο 37 παρ. 9 της από 20/3/2020 ΠΝΠ, σύμφωνα με την οποία, οι επιχειρήσεις που διέκοψαν τη λειτουργία τους, λόγω των ληφθέντων μέτρων, για την αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, θα μπορούσαν να τύχουν της απαλλαγής από το ενιαίο ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού, μετά από απόφαση των κατά τόπους Δημοτικών Συμβουλίων.
Ωστόσο, το ύψος των δημοτικών τελών είναι ένα διαχρονικό θέμα και συγχρόνως πολύ σοβαρό πρόβλημα, δεδομένου ότι οι Δήμοι, στην πλειοψηφία τους, χρεώνουν και εισπράττουν από τις εγκατεστημένες, στα διοικητικά τους όρια, επιχειρήσεις, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, δημοτικά τέλη που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών καθαριότητας, συλλογής απορριμμάτων και δημοτικού κοινόχρηστου φωτισμού, το ύψος των οποίων, από τις αναλύσεις των χρεώσεων, διαπιστώνεται ότι είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις επιβεβαιώνουν ότι δεν απολαμβάνουν αντίστοιχου περιεχομένου και επιπέδου ανταποδοτικές υπηρεσίες, σε σχέση με το υψηλότατο κόστος που καταβάλλουν υπέρ των Δήμων.
Είναι προφανές ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα δημοτικά τέλη, το ύψος των οποίων καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων των Δήμων, επιβάλλονται με τη λογική της αντιμετώπισης των δαπανών των Δήμων για την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από πάγιες παρεχόμενες, ανταποδοτικού χαρακτήρα, δημοτικές υπηρεσίες, τόσο προς τους πολίτες όσο και προς τις επιχειρήσεις.
Επί της ουσίας, τα δημοτικά τέλη προκειμένου να είναι ανταποδοτικά, θα πρέπει να αποτελούν αντάλλαγμα μιας ειδικής παροχής που χορηγείται αποκλειστικά στους βαρυνόμενους με αυτά, και το ύψος τους να είναι ανάλογο προς το επίπεδο της παρεχόμενης αντιπαροχής.
Κατά συνέπεια, κατά τη συζήτηση των αντίστοιχων θεμάτων και ειδικότερα κατά τη λήψη των ομόλογων κανονιστικών αποφάσεων, με τις οποίες προσδιορίζονται και επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη, προϋπόθεση αποτελεί η θέσπιση κανόνων και κριτηρίων για τον προσδιορισμό των συντελεστών υπολογισμού των ανταποδοτικών τελών, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενική, δίκαιη και ανάλογη της παρεχόμενης υπηρεσίας και της ωφέλειας που αυτή παρέχει, προς κάθε κατηγορία υπόχρεων.
Επομένως, η ενσωμάτωση της θεμελιώδους αρχής της ανταποδοτικότητας, θα πρέπει να διέπει τις κανονιστικές πράξεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η αύξηση των τελών θα είναι ανάλογη με την αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Εντούτοις, οι επιχειρήσεις, στην πράξη, διαπιστώνουν ότι οι παρεχόμενες προς αυτές υπηρεσίες, δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε σχέση με το ύψος των χρεώσεων των δημοτικών τελών. Εκφράζουν μάλιστα την εκτίμηση ότι οι επιβαρύνσεις τους από τα δημοτικά τέλη είναι υψηλότατες, δυσανάλογες των παρεχόμενων υπηρεσιών και ως εκ τούτου μη ανταποδοτικές.
Ο Σύνδεσμος στη επιστολή του τονίζει ότι, α) δεν υπάρχει πλαφόν στον προσδιορισμό του ύψους των δημοτικών τελών, β) οι επιχειρήσεις δεν έχουν αστικά απορρίμματα στο βαθμό και στον όγκο που έχουν τα υπόλοιπα νοικοκυριά και γ) ότι σε πολλές περιπτώσεις οι χρεώσεις είναι ανεξέλεγκτα υψηλές και σίγουρα υψηλότερες από αυτές των υπολοίπων νοικοκυριών.
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι, οι εγκατεστημένες στα διοικητικά όρια του εκάστοτε Δήμου, επιχειρήσεις, συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και πρόοδο της περιοχής.
Προσπαθούν, υπό καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής πίεσης, να διαφυλάξουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να ανταποκριθούν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στις υποχρεώσεις τους, με περιορισμένους πόρους, τους οποίους καλούνται να διαχειριστούν, προκειμένου, αρχικά, να διατηρήσουν ένα ασφαλές επίπεδο λειτουργίας και να σχεδιάσουν, σε ένα δεύτερο στάδιο, αναπτυξιακές δράσεις, απαραίτητες για την εξασφάλιση της συνέχειας τους.
Οι όποιες περαιτέρω οικονομικές επιβαρύνσεις και μάλιστα μη ανταποδοτικές, διαταράσσουν τον οικονομικό προγραμματισμό τους, ασκούν πρόσθετες πιέσεις και θέτουν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξή τους.
Κλείνοντας την επιστολή του ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι, οι επιχειρήσεις εκτιμούν πως είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Απαιτείται όμως συγχρόνως και η εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής ενός νέου τρόπου προσδιορισμού του ύψους των δημοτικών τελών, που θα διασφαλίζει τη διαμόρφωση αυτών, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα κριθεί ότι είναι εύλογο, δίκαιο και σύμφωνο με τις αρχές της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των δημοτών και θα λειτουργεί προς όφελος της υποστήριξης της βιωσιμότητας των Δήμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου